- συνελευστικος
- συνελευστικόςσυν-ελευστικός3общительный Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνελευστικός — ή, όν, Α [συνέλευσις] ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός … Dictionary of Greek
συνελευστικόν — συνελευστικός disposed for society masc acc sg συνελευστικός disposed for society neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνελευστικήν — συνελευστικός disposed for society fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέλευστος — ὁ, ἡ, Α συνελευστικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + έλευστος (< θ. ελευσ τού μέλλ. ἐλεύσομαι τού ρ. ἐλεύθω* «έρχομαι»)] … Dictionary of Greek